- υπέρτονος
- ος , ον1) громкий, громогласный; очень звонкий; 2) очень густой, насыщенный, концентрированный (о жидкости);
υπέρτονον δυάλυμα — концентрированный раствор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπέρτονον δυάλυμα — концентрированный раствор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑπέρτονος — strained to the utmost masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρτονος — η, ο / ὑπέρτονος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπέρτονο το κύριο, το μεσαίο, δοκάρι τής στέγης, η μεσόδμη νεοελλ. 1. συμπαγής, πυκνός 2. χημ. (για διάλυμα) υπερτονικός 3. φρ. «υπέρτονος ορός» ιατρ. διάλυμα ενός ανόργανου άλατος μέσα σε νερό, που… … Dictionary of Greek
ὑπέρτονον — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem acc sg ὑπέρτονος strained to the utmost neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτόνου — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτόνῳ — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρτονα — ὑπέρτονος strained to the utmost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Salpinx (instrument) — Pour les articles homonymes, voir Salpinx. Hoplite jouant la salpinx, lécythe de la fin du VIe ou du début du Ve … Wikipédia en Français
Salpinx — Saltar a navegación, búsqueda Hoplita tocando el salpinx. Lecito de finales del siglo VI o principios del V a. C., Museo arqueológico regional Antonio Salinas de Palermo. El salpinx ( … Wikipedia Español
υπέρτονο — το / ὑπέρτονον, ΝΜΑ βλ. υπέρτονος … Dictionary of Greek
υπερτονικός — ή, ό, Ν 1. χημ. (για διάλυμα) αυτός που έχει υψηλότερη ωσμωτική πίεση από αυτήν που έχει ένα γειτονικό διάλυμα ή ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται, αλλ. υπέρτονος 2. ιατρ. (για στόμαχο) αυτός που παρουσιάζει αυξημένο τόνο τού μυϊκού τοιχώματος… … Dictionary of Greek
υπερτόναιον — τὸ, Α το ανώφλι πόρτας ή παραθύρου, υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρτονος + κατάλ. αιος*] … Dictionary of Greek